- ξανασπέρνω
- (αόρ. ξανάσπειρα) μετ. снова сеять, пересевать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επανασπείρω — (Μ ἐπανασπείρω) σπέρνω για δεύτερη φορά, ξανασπέρνω … Dictionary of Greek
μετασπείρω — (Μ) σπέρνω εκ νέου, ξανασπέρνω … Dictionary of Greek